Γιατί είναι σημαντική η ιστορία; Γιατί η κοινωνία χρειάζεται την ιστορία; Η παρούσα ανάρτηση είναι προσωπική και εμπεριέχει τη γνώμη μου για την ιστορία. Είναι μια προσπάθεια αντιμετώπισης του ερωτήματος γιατί η ιστορία είναι σημαντική και γιατί η κοινωνία χρειάζεται την αναδρομή στο παρελθόν. Άραγε το επίρρημα «γιατί» στην αρχή του πρώτου ερωτήματος μου σημαίνει ότι η ιστορία θα μπορούσε να μην είναι σημαντική; Το δεύτερο ερώτημα θα μπορούσε να σημαίνει αμφισβήτηση της ιστορίας σε κάποιες κοινωνίες;
Θεωρώ ότι το να «κάνεις» ιστορία δεν έρχεται σε αντίθεση με την ενασχόληση κάποιου με τα κοινωνικά ζητήματα. Πιστεύω ότι οι ιστορικοί, με τον δικό τους τρόπο, είναι πρώτα πολίτες και δεσμεύονται απέναντι στις κοινωνίες που ανήκουν, ακόμα κι αν αυτή η κοινωνική δέσμευση μπορεί να παίρνει διαφορετικές μορφές. Επίσης, η ιστορική έρευνα έχει μεγαλύτερο σκοπό που ξεπερνά την πράξη της ανάλυσης του παρελθόντος και τη μετατροπή αυτής της ανάλυσης σε αφήγηση. Οι ιστορικοί δεν είναι και δεν μπορούν να είναι απομονωμένοι από την κοινωνία. Πρέπει να ανταποκρίνονται στα τρέχοντα θέματα ιστορικοποιώντας τα, αποκαλύπτωντας και φέρνοντας στη δημόσια σφαίρα θεωρίες συνωμοσίας και ψεύτικες ειδήσεις, προσθέτοντας μια ανθρώπινη διάσταση στις δημόσιες συζητήσεις, προσφέροντες λύσεις σε σύγχρονα προβλήματα, στοχεύοντας στην στηλίτευση κοινωνικών ζητημάτων που αφορούν την κοινωνία. Ως ιστορικός και ως πολίτης, αντιλαμβάνοναι την ιστορία ως έναν κοινό χώρο ανθρωπισμού με οικολογικές και κοινωνικές διαστάσεις. Δεν μπορώ να παραμένω ουδέτερος μπροστά σε αυτό που αντιλαμβάνομαι ως μισαλλοδοξία, μίσος, αποκλεισμός, βία, μετα-αλήθεια, καταστροφή στη σημερινή εποχή. Μεταξύ της ιδιότητάς μου ως ιστορικού και της στάσης μου ως πολίτη στα σύγχρονα ζητήματα υπάρχει ένας σύνδεσμος. Νομίζω ότι οι προοπτικές μου ως πολίτη βρίσκονται σε συνεχή διάλογο με την ιδιότητα μου ως ιστορικού. Εάν κάποιος άλλος ιστορικός δεν ενδιαφέρεται για την έξαρση των πανδημιών, την παγκόσμια ανισότητα των εισοδημάτων, την κατάσταση των μεταναστών και των προσφύγων ή δεν έχει απολύτως καμία συνειδητοποίηση σχετικά με τις ανισότητες των φύλων ή των κοινωνικών τάξεων, αυτό το άτομο πιθανότατα δεν θα εξετάσει αυτές τις πτυχές σε μια ιστορική μελέτη. Η δική μου ευαισθητοποίηση σε τέτοιες συζητήσεις διαμορφώνεται μέσω της ανταλλαγής, του διαλόγου και της αλληλεπίδρασης με άλλους πολίτες και ιστορικούς, και αυτός ο συσχετισμός δεν αποκλείει διαφωνίες και διαξιφισμούς. Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια, δεν ήμουν τόσο ευαισθητοποιημένος στους ρόλους των φύλων όσο είμαι σήμερα. Η αλλαγή προοπτικών οδηγεί σε νέες ερωτήσεις και φέρνει στο προσκήνιο προβλήματα που έχουν αγνοηθεί προηγουμένως. Κι αυτός είναι ο ρόλος του ιστορικού, να βλέπει τις χαραμάδες, μεταξύ της μνήμης και της αφήγησης, της επίσημης και ανεπίσημης αφήγησης.
Οι απόψεις μου εφορμούν από την δική μου ιστορική πρακτική, την έρευνα μου σχετικά με τη ναζιστική κατοχή στο Καρπενήσι (1941-1944). Στη μελέτη μου πρέπει να αντιμετωπίζω συνεχώς όχι μόνο την έλλειψη πηγών λόγω της μεγάλης καταστροφής που επιτελέστηκε στη πόλη κατά τη δεκαετία του ‘40, αλλά και το γεγονός ότι οι πηγές παρήχθησαν από ορισμένους μελετητές που είχαν τις δικές τους προοπτικές και το συγκεκριμένο τους υπόβαθρο. Το πρόβλημα μου είναι ότι οι περισσότερες γραπτές πηγές παρήχθησαν (και παράγονται) από την ελίτ, από συκεκριμένους διανοούμενους, από κρατικούς αξιωματούχους. Όχι από γυναίκες, άτομα της κατώτερης κοινωνικής τάξης, μετανάστες. Οι αφηγήσεις πάντοτε υπήρξαν ο καρπός της εξουσίας (Michel-Rolph Trouillot 1995) και έκαναν ανθρώπους και κοινότητες να σιωπούν. Οι πρώτες αφηγήσεις σχετικά με το Καρπενήσι στα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αυτή του Χινόπωρου (1946), μπορεί να εκφράζουν ευσεβείς πόθους, μια τάση να κατηγοριοποιήσουν το παρελθόν. Αν και η διάδοση αυτών των αφηγήσεων είναι σημαντική δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου, δεν αντανακλούν την πραγματικότητα και αποτυγχάνουν όταν τίθενται σε ένα πλαίσιο ζητημάτων ή σχέσεων εξουσίας. Οι γυναίκες δεν υπάρχουν στις αφηγήσεις σχετικά με την ιστορία του Καρπενησίου για τουλάχιστον έξι δεκαετίες (Μπακογιώργου 2019). Αυτή η έλλειψη δεν με εμποδίζει να επισημάνω ορισμένα ζητήματα σχετικά με αυτή ή άλλες ανισότητες στην ιστοριογραφία σχετικά με την πόλη που γεννήθηκα. Μου είναι αδύνατο να αντιταχθώ σε οτιδήποτε αντιπροσωπεύει την ισότητα, την ισονομία, τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. «Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που θεωρούνται πως δεν έχουν φωνή. Υπάρχουν μόνο αυτοί που σιωπούν σκόπιμα ή αυτοί που προτιμούν να μην ακουστούν», είπε κάποτε ο Ινδός συγγραφέας και ακτιβιστής Arundhati Roy. Ο σκοπός των ιστορικών είναι να μην θεωρούν δεδομένες τις δομές εξουσίας. Ο σκοπός των ιστορικών είναι, όποτε είναι δυνατόν, να είναι ενεργοί και υποστηρικτές μιας πολυ-προοπτικής, να αφουγκράζονται όσους σιωπούν, να συσζετίζονται κριτικά σχετικά με τις υπάρχουσες οπτικές γωνίες, να ενδυναμώνουν αυτούς που δεν θέλουν να ακουστούν.
Στην ιστορία, είναι σημαντικό να κατανοούμε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Όταν προσεγγίζω την σύγχρονη ιστορία του Καρπενησίου, ασχολούμαι αναπόφευκτα με ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο ανάλυσης της συμπεριφοράς των ανθρώπων, των οργανισμών και των θεσμών εκείνης της εποχής. Αναρωτιέμαι συχνά πώς οι άνθρωποι και οι ομάδες τους αντιδρούσαν τότε. Η κοινωνιολογία και η ψυχολογία των πρώιμων μου σπουδών με βοηθούν καταλυτικά σε αυτή την διερεύνηση. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πιο περίπλοκη από ό, τι υποδηλώνουν οι μανιχαστικές απεικονίσεις «καλού» έναντι «κακού». Γι’ αυτό το λόγο, επίσης αρνούμαι να χαρακτηρίσω κάτι ως «καλό» ή «κακό» ή να χρησιμοποιήσω τον τίτλο «ήρωας» για οποιοδήποτε άτομο στις έρευνές μου. Τέτοιες ετικέτες δεν βοηθούν την κατανόηση των πολυσύνθετων και σχετικών πλευρών των όσων μελετώ, όταν προσεγγίζω το παρελθόν. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για μια λαθεμένη κατανοητά ουδετερότητα ή αντικειμενικότητα απέναντι σε αυτό που συμβαίνει στο παρόν. Κι εδώ είναι που ενεργοποιείται ο ρόλος μου ως πολίτη.
Μπορώ να αναφερθώ στο πώς ήταν κάτι στο παρελθόν και να επιστήσω την προσοχή στον αναγνώστη μου ότι είναι αδύνατο να προσεγγίσω μια κατάσταση του παρελθόντος χωρίς την γνώση του σήμερα. Η πραγματοποίηση συγκρίσεων μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος μπορεί να αποκαλύψει ενδιαφέρουσες ομοιότητες σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Για παράδειγμα, όταν συγκρίνουμε τον SARS-CoV-2 και την ισπανική γρίπη το 1918, διαπιστώνουμε πως και στις δύο περιπτώσεις, το καταβεβλημένο ιατρικό προσωπικό, οι υπέρογκες δημόσιες υπηρεσίες, οι μαζικοί τάφοι και οι κατηγορίες συνοδεύονται από ηρωισμό, χιούμορ και μια ανανεωμένη αίσθηση κοινότητας. Η ισπανική γρίπη στοίχισε το θανάτο περίπου 50 και 100 εκατομμυρίων ανθρώπων μεταξύ 1918-1920. Περισσότερα από 100 χρόνια αργότερα, εν μέσω μιας άλλης παγκόσμιας πανδημίας, συνεχίζουν να εμφανίζονται ορισμένοι παραλληλισμοί μεταξύ του τρόπου με τον οποίο οι απλοί άνθρωποι αντιμετώπισαν τότε και αντιμετωπίζουν τώρα την απειλή μιας πανδημίας και την επίδρασή της στη ζωή τους. Είναι σαφές ότι, παρά τις δεκαετίες επιστημονικής προόδου, εξακολουθούμε να στηριζόμαστε στις ίδιες κοινωνικές παρεμβάσεις όπως η απομόνωση και η καραντίνα που τηρήθηκαν πριν από έναν αιώνα. Κατά τη διάρκεια της ισπανικής γρίπης, δεν υπήρχε πραγματική ελπίδα για θεραπεία. Πήρε περισσότερο από μια δεκαετία ώστε οι ερευνητές να μπορέσουν να εντοπίσουν ιούς, πόσο μάλλον να παράγουν ένα αποτελεσματικό εμβόλιο. Παρά τις μεγαλύτερες γνώσεις μας για τους ιούς, χρειάζεται ακόμη πολλούς μήνες για να δημιουργηθεί ένα εμβόλιο που να ταιριάζει με τον νέο ιό, και πιθανότατα περισσότερο από ένα χρόνο πριν να κυκλοφορήσει παγκοσμίως.
Η αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν δείχνει πως, λόγω της έλλειψης θεραπείας για την ισπανική γρίπη, εναπόκεινται τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στους πολίτες να επιβραδύνουν την εξάπλωση της νόσου επιβάλλοντας – ή όχι – καραντίνες και απομόνωση. Ορισμένες κρατικές αρχές, όπως αυτές της Αυστραλίας και της Αμερικανικής Σαμόα, το έκαναν σωστά, με σχετικά λίγα θύματα. Άλλοι, όπως αυτή της Φιλαδέλφειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, το έκαναν λάθος – χαλάρωσαν τον περιορισμό της κυκλοφορίας πολύ νωρίς και μάλιστα πραγματοποίησαν παρέλαση τον Σεπτέμβριο του 1918 για να συγκεντρώσουν κεφάλαια για τον πόλεμο (Liberty Loan), ενάντια σε συμβουλές εμπειρογνωμόνων για τη δημόσια υγεία. Η επακόλουθη αύξηση των θανάτων από τη γρίπη κατέκλυσε τα νοσοκομεία και τα νεκροτομεία και οδήγησε στο υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας οποιασδήποτε πόλης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα θα δούμε αυξανόμενη πίεση στις κυβερνήσεις να χαλαρώσουν τα μέτρα κοινωνικής απομόνωσης πολύ νωρίς, ωστόσο μια τέτοια ενέργεια θα κινδύνευε να επαναλάβει την εμπειρία της Ισπανικής Γρίπης της Φιλαδέλφειας. Δεν είναι αυτό που συμβαίνει στην πολιτική σήμερα;
Πολλές κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίζουν την ιστορική έρευνα με την προσοχή και τη φροντίδα που της αξίζει. Η γνώση του παρελθόντος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντιληφθούμε τα περιοριστικά μέτρα και τους τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης στο μακρύ δρόμο εύρεσης ενός εμβολίου για τον SARS-CoV-2. Η ιστορία μπορεί να συμβάλει στην εύρεση λύσεων περιορισμού πανδημιών και στην κατανόηση ανισοτήτων. Η δημιουργία κρίσιμων ερωτήσεων και η αλλαγή προσέγγισης είναι συστατικά αυτής της συμβολής. Υπό αυτήν την έννοια, η πράξη της ιστορίας είναι μια πράξη συμμετοχής των πολιτών. Η ιστορία συμβάλλει στην ενδυνάμωση των ανθρώπων και των κοινοτήτων με διάφορους τρόπους. Η ιστορία δημιουργεί κρίση και καταρρέει φανταστικά τείχη. Η ιστορία έχει αναμφίβολα τη θέση της στην σημερινές κοινωνίες. Δεν είναι μόνο μια προσπάθεια για καλύτερη κατανόηση, όπως έγραψε ο Marc Bloch αλλά είναι επίσης μια προσπάθεια για ενδυνάμωση. Αυτή η πλευρά της ιστορίας αφορά άτομα, κοινότητες και χώρες σε κάθε ιστορική στιγμή, ειδικά σε ώρες κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε.
Bloch, M. (1992). The historian’s craft. Manchester University Press.
Μπακογιώργου, Ν. (2019) Μνήμης θραύσματα, 1918-2018 Γυμνάσιο Καρπενησίου, 100 χρόνια διαδρομής, Λεύκωμα, εκδ. Μανδραγόρας.
Trouillot, M. R. (1995). Silencing the past: Power and the production of history. Beacon Press.